βουτηχτής

βουτηχτής
ο
1) водолаз; ныряльщик; 2) вор, жулик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βουτηχτής" в других словарях:

  • βουτηχτής — ο πληθ. άδες και ές, θηλ. βουτήχτρα 1. ο δύτης χωρίς σκάφανδρο: Οι βουτηχτάδες από την Κάλυμνο ήταν περίφημοι. 2. κλέφτης: Ήταν σεσημασμένος βουτηχτής πορτοφολιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • αμμοδύτης — I (ammodytes). Γένος περτιομόρφων ψαριών της οικογένειας των αμμοδυτιδών. Ζουν στις αμμώδεις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, της θάλασσας της Μάγχης και της Μεσογείου. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκ., ανάλογα με το είδος.… …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτάρα — η και βουτηχτάρι, το [βουτηχτής] το πτηνό αίθυια* …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • δύτης — ο ο βουτηχτής: Στολή δύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»